- κεραμική
- Τέχνη παραγωγής χρηστικών και διακοσμητικών αντικειμένων από άργιλο και άλλες ουσίες. Τα αντικείμενα διαμορφώνονται από την εύπλαστη μάζα υγρού πηλού και υποβάλλονται σε αποξήρανση και ψήσιμο για να σκληρύνουν και να σταθεροποιηθούν. Η ποικιλία των προϊόντων της κ. είναι μεγάλη: περιλαμβάνει είδη οικοδομικής (τούβλα, κεραμίδια), αγγεία, πλακίδια, είδη υγιεινής, καλλιτεχνικά κεραμικά είδη, απλά δοχεία, ακόμα και πορσελάνες. Κοινό χαρακτηριστικό όλων των κεραμικών προϊόντων είναι η σειρά των μεταμορφώσεών τους, που προκαλείται από το ψήσιμο, μετά τη διαμόρφωση και την αποξήρανσή τους.
Το ψήσιμο δημιουργεί στα αντικείμενα από άργιλο διάφορες φυσικές και χημικές αλλοιώσεις, με τελικό αποτέλεσμα τη μετατροπή του απορροφητικού και εύπλαστου υλικού σε πορώδες και σκληρό, το οποίο δεν ανακτά την πλαστικότητά του ούτε με την κονιορτοποίησή του. Οι αντιδράσεις αυτές οφείλονται κυρίως στο γεγονός ότι το ψήσιμο προκαλεί πολύ μεγαλύτερη απώλεια νερού απ’ ό,τι η απλή αποξήρανση. Με το ψήσιμο, το ένυδρο πυριτικό αργίλιο, κύριο συστατικό της αργίλου, μετατρέπεται σε μάζα της οποίας τα μόρια δεν περιέχουν καθόλου νερό ή περιέχουν ελάχιστο· υφίσταται δηλαδή μια διαδικασία σχεδόν ολοκληρωτικής αφυδάτωσης. Τα διάφορα είδη αργίλου περιέχουν, εκτός από το ένυδρο πυριτικό αργίλιο, οργανικές ουσίες, οι οποίες βελτιώνουν την πλαστικότητά της, καθώς επίσης ποσότητα άμμου και μετάλλων όπως ο σίδηρος. Η παρουσία των ενώσεων του σιδήρου δίνει στην άργιλο τα γνωστά χρώματά της. Με τη θέρμανση, οι ενώσεις του σιδήρου μετατρέπονται κατά το μεγαλύτερο μέρος σε οξείδια του σιδήρου που προσδίδουν στα πήλινα ψημένα αντικείμενα το χαρακτηριστικό κόκκινο χρώμα τους.
Από τα προϊόντα της κ., η τερακότα, κατασκευασμένη από κοινή ψημένη άργιλο, πορώδης και κάπως χονδροειδής στην εμφάνιση, χρησιμοποιείται σήμερα για οικοδομικά υλικά, γλάστρες, δοχεία και αγγεία κοινής χρήσης.
Πολύ πιο διαδεδομένες είναι οι μαγιόλικες και τα φαγεντιανά, κατασκευασμένα από την ίδια πορώδη μάζα, όπως η τερακότα, αλλά επιχρισμένα με ουσίες που αποκτούν κατά το ψήσιμο υαλώδη υφή, γι’ αυτό ονομάζονται εφυαλωμένα κεραμικά.
Η πορσελάνη, το πολυτελέστερο κεραμικό είδος, αποτελεί μείγμα καθαρής αργίλου, καολίνη, πυριτικής άμμου, αστρίου και ασβεστόλιθου. Οι πολυτιμότερες πορσελάνες είναι οι σκληρές, ψημένες σε υψηλή θερμοκρασία. Η πορσελάνη υφίσταται ταυτόχρονα με το ψήσιμο και την εφυάλωση, που αδιαβροχοποιεί τα προϊόντα και τους χαρίζει τη χαρακτηριστική ημιδιαφανή όψη.
Τα αντικείμενα από πυριτική άμμο (grès, stoneware) συγγενεύουν με τις πορσελάνες όσον αφορά τη σκληρότητα και την αδιαβροχοποίηση. Κύριο υλικό των κοινών κεραμικών από πυριτική άμμο είναι η πυρίμαχη άργιλος, ενώ των λεπτών κεραμικών από πυριτική άμμο ένα υλικό ανάλογο προς την πορσελάνη.
Η κ. έχει εφαρμογή σήμερα και στη βιομηχανία των πυραύλων, η οποία χρησιμοποιεί ορισμένα ειδικά κεραμικά προϊόντα που περιέχουν μέταλλα, για την κατασκευή των τμημάτων που υπόκεινται σε πολύ υψηλές θερμοκρασίες (θάλαμοι αντιδραστήρων, επενδύσεις δορυφόρων κ.ά.).
Τέχνη. Η κ. είναι μία από τις πρώτες τέχνες του ανθρώπου, κοινή σε όλους τους λαούς λόγω της αφθονίας της πρώτης ύλης. Κάθε λαός, για τις καθημερινές του ανάγκες, δημιούργησε σκεύη στα οποία αποτύπωσε τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του. Η σπουδή των μορφών της κ. είναι χρήσιμη για τη γνώση όχι μόνο των αισθητικών αντιλήψεων αλλά και των εθίμων και της ιστορίας των λαών. Σε ορισμένες περιόδους και πολιτισμούς, η κ. αποτελεί το κυριότερο, αν όχι το μοναδικό, σωζόμενο τεκμήριο.
Η κ., περισσότερο και από τον λειασμένο λίθο, σημειώνει τη μετάβαση από τη μεσολιθική στη νεολιθική εποχή, όταν αγροτικοί λαοί εγκαταστάθηκαν στην Ευρασία και στη λεκάνη της Μεσογείου. Η ανακάλυψη της ζύμωσης της αργίλου με νερό και της διαδικασίας του ψησίματος έγινε στην Ανατολή περίπου κατά τα τέλη της 6ης και τις αρχές της 5ης χιλιετίας π.Χ. Πιστεύεται, γενικά, ότι τα αρχαιότερα κεραμικά ήταν απομιμήσεις σκευών από άλλα υλικά, όπως κολοκύθες, καλάθια κ.ά. Τα δακτυλικά αποτυπώματα που βρέθηκαν σε αγγεία μαρτυρούν ότι η κατασκευή τους είχε ανατεθεί κυρίως σε γυναίκες. Η διακόσμηση ήταν αρχικά, και για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα, εγχάρακτη, ώσπου νέοι ιστορικοί παράγοντες καθόρισαν, σε διάφορες εποχές και τόπους, την εμφάνιση της γραπτής διακόσμησης. Η κ., είδος ακατάλυτο της οικοτεχνίας, χαρακτήρισε με τις μορφές και τους διακοσμητικούς τρόπους της τους προϊστορικούς και πρωτοϊστορικούς πολιτισμούς, ενώ η σπουδή της έπαιξε σημαντικό ρόλο στις αρχαιολογικές έρευνες.
Σπουδαία κέντρα διάδοσης της κ. στην αρχαιότητα υπήρξαν στην Ανατολή το Ιράν (κ. του Τεπέ Σιγιάλκ), η Μεσοποταμία (Σαμάρα, Σούσα) και η Ινδία (Μοχεντζοντάρο, Χαράπα). Η γραπτή κ. διαδόθηκε από τη Μικρά Ασία και τη συριακή ακτή στην Ευρώπη την 3η χιλιετία π.Χ., όπου όμως δόθηκε μεγαλύτερη σημασία στα σχήματα παρά στη διακόσμηση, ενώ μελετήθηκαν νέοι τύποι λαβών. Ο μινωικός πολιτισμός, στη 2η χιλιετία π.Χ., επεξεργάστηκε και ανέπτυξε, στην πλούσια κ. παραγωγή του, μοτίβα του ανατολικού και αιγιακού κόσμου στα ονομαζόμενα καμαραϊκά αγγεία. Αργότερα ασχολήθηκε με νατουραλιστικά θέματα, για να καταλήξει στην κομψή κ. του ανακτορικού ρυθμού (15ος αι. π.Χ.).
Ο πολιτισμός του Σέσκλου της Θεσσαλίας και της κεντρικής Ελλάδας άφησε μια πλούσια κ. με γραμμικά σχέδια αλλά μεγάλη χρωματική ποικιλία. Στην κεντρική και στη νότια Ιταλία τα σχήματα και οι διακοσμήσεις της κ. αντιστοιχούσαν σε εκείνα της Βαλκανικής, ενώ στη βόρεια Ιταλία όπως και στη δυτική Ευρώπη διαδόθηκε μια κ. διακοσμημένη με γραμμικά μοτίβα και ταινίες, που δεν ακολουθούν την τεκτονική μορφή του αγγείου. Στο πρώτο μισό της 2ης χιλιετίας π.Χ. διαδόθηκε στην Ευρώπη ένας πολιτισμός που χαρακτηρίζεται για τα κωδωνόσχημα αγγεία του, τα οποία ανευρίσκονται σε μια μεγάλη έκταση, από τη Σαρδηνία μέχρι τη Γερμανία και τις Κάτω Χώρες. Αλλά και η Αίγυπτος, που είχε παραγωγή κεραμικών αγγείων από τη νεολιθική εποχή, έφτασε σε υψηλό τεχνικό επίπεδο κατά τη χαλκολιθική περίοδο και προχώρησε από τις γεωμετρικές διακοσμήσεις σε σχηματοποιημένα φυτικά μοτίβα και σε απεικονίσεις ζώων (ιπποποτάμων, κροκοδείλων, καμηλοπαρδάλεων κ.ά.). Η χρήση του κεραμικού τροχού τεκμηριώνεται από την εποχή του Αρχαίου Βασιλείου κατά την 4η και 5η δυναστεία (2600-2350 π.Χ.).
Στη Δύση, μετά τις προϊστορικές περιόδους, οι δύο σημαντικότερες εκδηλώσεις της κ. προσφέρονται πρώτα από την Ελλάδα και ύστερα από τη Ρώμη. Τα ελληνικά αγγεία, αυστηρά προσαρμοσμένα στη λειτουργία τους, απόλυτα ισορροπημένα και με τέλειες αναλογίες, έφτασαν στην ακμή τους τον 5o αι. π.Χ. με τα ερυθρόμορφα αττικά αγγεία (βλ. λ. αγγείο [Τεχν. ]). Η Ρώμη διακρίθηκε στα επιτραπέζια σφραγιστά σκεύη της εποχής του Αυγούστου και γενικά για τη λεπτή ανάγλυφη διακόσμηση των αγγείων με το λαμπρό υπέρυθρο επίχρισμα και κάποτε με το πυρρόξανθο ή πράσινο μολυβδούχο υάλωμα. Τα αγγεία αυτά διέδωσαν οι λεγεωνάριοι στην Ευρώπη, στην Ασία και στη βόρεια Αφρική.
Στην Εγγύς και Μέση Ανατολή, οι Αιγύπτιοι και αργότερα οι Ασσύριοι, οι Βαβυλώνιοι και οι Πέρσες παρουσίασαν έναν τύπο αγγείων και διακοσμητικών πλίνθων από πηλό, βασικά πυριτικό, με επικάλυψη πολύχρωμου υαλώδους σμάλτου. Ο συνδυασμός των δυτικών μορφών και της ανατολικής τεχνικής, που πραγματοποιήθηκε κατά την ελληνιστική περίοδο, συνεχίστηκε και κατά τους βυζαντινούς χρόνους, ενώ από το Βυζάντιο διαδόθηκε στον ισλαμικό κόσμο. Η ισλαμική κ., με τον πλούτο των πολύχρωμων αγγείων, ζωγραφισμένων κάτω και επάνω από την εφυάλωση, τα λαμπρά διαφανή ή αδιαφανή υαλώματα, τις μεταλλικές ανταύγειες, την αφθονία των σχημάτων και των διακοσμήσεων (που αφομοιώθηκαν από τις διάφορες παραδόσεις της μεγάλης αυτοκρατορίας και αναπτύχθηκαν σε τοπικούς τύπους – περσικούς, μεσοποταμιακούς, αιγυπτιακούς, συριακούς, μικρασιατικούς, ισπανικούς, βορειοαφρικανικούς) προσέφερε γενικά στην κ. νέες χρωματικές ζωγραφικές και εκφραστικές αξίες.
Στην κ. του Άνω Μεσαίωνα της Εγγύς και Μέσης Ανατολής αντιστοιχούν, στην Άπω Ανατολή, τα αγγεία και τα πλαστικά κεραμικά είδη της δυναστείας Τ’ανγκ (618-907), δηλαδή κ. από έγχρωμο, πορώδες και συμπαγές υλικό, επιχρισμένο με πυρρόξανθο και πράσινο βερνίκι, σπανιότερα βαθυγάλαζο, μονόχρωμο ή δίχρωμο με τη μορφή κηλίδων και μαρμαρυγών που απομιμούνται δυτικές τεχνοτροπίες.
Ωστόσο, ακόμα και η τεχνική του βερνικιού αυτού, που είχε εμφανιστεί στην Κίνα από την εποχή της δυναστείας Χαν (206 π.Χ. – 220 μ.Χ.) προέρχεται μάλλον από τη Δύση. Στο τέλος της περιόδου Τ’ανγκ, τον 9o αι., τεκμηριώθηκε στην
Κίνα η γνώση της πορσελάνης και η εξαγωγή της στη Δύση. Η επόμενη δυναστεία των Σουνγκ (960-1279) δημιούργησε με τη συμπαγή πρώτη ύλη –πυριτόλιθο και πορσελάνη– χαρακτηριστικούς και ευδιάκριτους τύπους, βασισμένους στη φύση της σκληρής ύλης και στην ενότητα των υαλωμάτων. Οι διακοσμήσεις τους, άλλοτε ελαφρές εγχάρακτες, άλλοτε πάλι ανάγλυφες, διαφαίνονται κάτω από το ελαφρώς χρωματισμένο υάλωμα, όπως στα αγγεία με πρασινογάλαζα βερνίκια, τα ονομαζόμενα céladon, ή σε άλλα με κηλιδωτά υαλώματα, σχηματισμένα από την ελάττωση της θερμοκρασίας κατά το ψήσιμο. Η πορσελάνη εγκατέλειψε, στην περίοδο Σουνγκ, τα μετάλλινα πρότυπα και εμπνεύστηκε από τη φύση, ιδιαίτερα από τον φυτικό κόσμο. Έτσι έδωσε τις αγνότερες εκφράσεις της, χωρίς τις επιφανειακές διακοσμήσεις που αργότερα εφαρμόστηκαν στα σώματα των αγγείων.
Την ίδια εποχή, κατά τους πρώτους δηλαδή αιώνες της 2ης χιλιετίας μ.Χ., η Ευρώπη, στην προσπάθειά της να απομιμηθεί τα ανατολικά προϊόντα, δημιούργησε το είδος εκείνο της κ. που αργότερα ονομάστηκε μαγιόλικα, δηλαδή αγγεία στα οποία το υαλώδες, συνήθως βαθυπράσινο, μονόχρωμο βερνίκι αντικαταστάθηκε από το λευκό σμάλτο και η παραδοσιακή ανάγλυφη διακόσμηση από την πολύχρωμη ζωγραφική. Η νέα αυτή κατάκτηση της κ. συντελέστηκε σταδιακά και με τη βοήθεια της επαναφοράς των αρχαίων ρωμαϊκών τεχνικών, τις οποίες είχαν διαφυλάξει μοναχοί και γραμματικοί.
Στην κεντρική και βόρεια Ιταλία διακρίθηκαν τρία κέντρα κ. μέχρι τα τέλη του 14ου αι.: το Ορβιέτο, η Σιένα και η Φαέντσα. Τα τρία αυτά κέντρα και οι περιοχές τους διέδωσαν επιτραπέζια σκεύη και δοχεία φαρμακευτικών ειδών –κανάτες, γαβάθες, φιάλες νερού, αρωμάτων– ζωγραφισμένα με καστανό και πράσινο χρώμα και σπανιότερα με καστανό και γαλάζιο. Αυτοί οι χρωματικοί συνδυασμοί διαδόθηκαν σε όλη τη Μεσόγειο, στη νότια Γαλλία, στην Ισπανία, στη βόρεια Αφρική, στην Παλαιστίνη, στην Ελλάδα και σε ορισμένες βόρειες περιοχές, όπως η Γερμανία και η Ολλανδία. Στη νότια Ιταλία, η παλέτα εμπλουτίστηκε με την προσθήκη ερυθρών και κίτρινων τόνων. Η μετέπειτα ανάπτυξη της μαγιόλικας στην Ευρώπη αποτελεί σχεδόν αποκλειστικά ιταλικό γεγονός, επειδή η Ισπανία παρέμεινε προσηλωμένη στον ισλαμικό κόσμο.
Κατά τον 15o αι. η χρωματική κλίμακα επεκτάθηκε στις αποχρώσεις του μοβ, του κίτρινου και του πορτοκαλί. Ταυτόχρονα, τα διακοσμητικά θέματα περιλάμβαναν ανατολικά και γοτθικά στοιχεία, εμπνευσμένα από τη χλωρίδα και την πανίδα, από τον ερωτικό ή θρησκευτικό συμβολισμό, από τους θυρεούς και την επιγραφική. Στα τέλη του 15ου αι. το αναγεννησιακό πνεύμα, το οποίο στη γλυπτική είχε εκφραστεί στα έργα των Ντέλα Ρόμπια, εισήγαγε και στα κεραμικά εργαστήρια, εκτός των άλλων στοιχείων, και τη διακόσμηση με ιστορίες, με πολύπλοκες δηλαδή αφηγήσεις. Πρώτη η Φαέντσα υιοθέτησε την ιστορημένηκ. και αργότερα πολλά άλλα κέντρα. Τον εμπλουτισμό των θεμάτων συνόδευσε ανάλογη επέκταση της χρωματικής κλίμακας, ενώ η ανάγκη των φωτοσκιάσεων και της πλαστικότητας των μορφών οδήγησε στη χρήση ενδιάμεσων τόνων και καινούργιων σχημάτων. Ταυτόχρονα, οι εφαρμογές της κ. στην αρχιτεκτονική, για παράδειγμα στα δάπεδα, έγιναν συχνότερες.
Παράλληλα με τα εφυαλωμένα φαγεντιανά, δηλαδή τις μαγιόλικες, αναπτύχθηκαν τα βερνικωμένα φαγεντιανά. Στα αγγεία αυτά, τα σχέδια γίνονταν με χάραξη του λεπτού υπόλευκου επιχρίσματος που άφηνε να διακρίνεται το ερυθρό χρώμα του πηλού, ενώ, τέλος, ένα διαφανές βερνίκι επικάλυπτε το σύνολο.
Οι ιστορημένες μαγιόλικες ανέδειξαν μεγάλους τεχνίτες: τον γνωστό με το μονόγραμμα B.T. στη Φαέντσα, τον Νικόλα Πελιπάριο και τον Φραντσέσκο Ξάντο Αβέλι στις Μάρκες, τον Μπαλντασάρε Μανάρα και τους ζωγράφους του οίκου Πιρότα πάλι στη Φαέντσα, τον Μάστρο Γιάκοπο στον Καφατζόλο, τον Μάστρο Μπενεντέτο στη Σιένα, τον Φράτε στη Ντερούτα και άλλους, λιγότερο γνωστούς. Τα αγγεία, τα πιάτα και τα επιτραπέζια σκεύη από μαγιόλικα ανταγωνίζονταν τη ζωγραφική και τη γλυπτική στη διακόσμηση των κατοικιών. Από τα μέσα του 16ου αι., παράλληλα με τις ιστορημένες, εμφανίστηκαν οι συνοπτικές μαγιόλικες, οι οποίες στο β’ μισό του αιώνα υποκατέστησαν τις πρώτες. Ο τύπος της συνοπτικής μαγιόλικας –που αναπτύχθηκε στο Ουρμπίνο, στα εργαστήρια της οικογένειας Φοντάνα και των Παντανάτσι– απέβλεπε στη διατήρηση της δροσερότητας των μορφών, περιορίζοντας τη χρωματική κλίμακα στο ιώδες, στο κίτρινο και στο πορτοκαλί και στις διακοσμήσεις σε μια μικρή μορφή ή ένα στέμμα στο κέντρο των αγγείων και ένα μικρό στεφάνι από φύλλα και βλαστούς κοντά στο στόμιό τους. Παράλληλα, άφηνε να κυριαρχεί το γυμνό σμάλτο, το οποίο είχε γίνει λαμπρό, γαλακτώδες και παχύ. Τα σχήματα των αγγείων συχνά ήταν εμπνευσμένα από μετάλλινα πρότυπα και εμπλουτίζονταν με άφθονα πλαστικά στοιχεία. Οι λευκές μαγιόλικες της Φαέντσα συνηθίζονταν στα τραπέζια περισσότερο από τα αργυρά και άλλα πολύτιμα σκεύη, όπως μαρτυρούν τα σερβίτσια των καρδιναλίων και των πριγκίπων και όπως αναφέρει στα απομνημονεύματά του ο Μοντένι. Η τάση αυτή διαδόθηκε σε πολλές ιταλικές περιοχές και στο εξωτερικό. Κατά τον 17o αι. συνεχίστηκαν οι ίδιοι ρυθμοί και οι μαγιόλικες μεταφέρθηκαν από Ιταλούς τεχνίτες σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες, στη Γαλλία, στην Ισπανία, στις Κάτω Χώρες, στις γερμανικές χώρες και στην κεντρική Ευρώπη, όπου δημιουργήθηκαν τοπικά εργαστήρια, τα οποία με τον καιρό απέκτησαν τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους.
Αλλά ο 17ος αι. ήταν επίσης η εποχή της μεγάλης εισαγωγής πορσελάνης από την Κίνα, που πραγματοποιούσε η Ολλανδική Εταιρεία των Ινδιών, και της διάδοσής της σε όλη την Ευρώπη, όπου οι διακοσμήσεις και οι λευκοί και γαλάζιοι τόνοι της υποκατέστησαν τους ιταλικούς τύπους. Όπως έχει ήδη αναφερθεί, μέχρι την εποχή των Σουνγκ οι πορσελάνες επιστρώνονταν με μονόχρωμα υαλώματα. Στην εποχή του Μάρκο Πόλο, οι Χαν (13ος-15ος αι. μ.Χ.) συνέδεσαν τις δυναστείες της Μέσης και της Άπω Ανατολής και προκάλεσαν ένα είδος όσμωσης, με αποτέλεσμα να υιοθετήσει η Κίνα τη γραπτή κυανή διακόσμηση κάτω από την εφυάλωση.
Χρυσάνθεμα, άνθη λωτού, παιονίες, βλαστοί με φύλλα, σύννεφα, δράκοντες, σκύλοι, πουλιά και άλλα ζώα, και σπανιότερα ανθρώπινες μορφές ζωγραφίζονταν στο ολόλευκο σώμα των αγγείων Μινγκ (14ος-17ος αι.), ενώ στα αγγεία της επόμενης δυναστείας Τσ’νγκ (18ος-20ός αι.) εντάθηκε η νατουραλιστική αίσθηση και πολλαπλασιάστηκαν οι απεικονίσεις ανθρώπινων μορφών. Ακολουθώντας την αρχή της ζωγραφισμένης πορσελάνης και τα άλλα κεραμικά είδη, καθώς και τα σμαλτωμένα μέταλλα, υιοθέτησαν την πολύχρωμη ζωγραφική στις διάφορες εκφράσεις της. Ήδη, στην περίοδο των Μινγκ και ακόμα περισσότερο κατά την περίοδο των Τσ’νγκ, οι τρίχρωμες και πεντάχρωμες διακοσμήσεις επάνω από το υάλωμα –από τις οποίες προέκυψαν οι πράσινοι, μαύροι και ρόδινοι τύποι– εμφανίστηκαν παράλληλα με τη μονόχρωμη διακόσμηση.
Εξωτικό προϊόν, η πορσελάνη, προκαλούσε πάντοτε το ενδιαφέρον και απομιμήσεις στη Μέση Ανατολή και στη Δύση. Στην Ιταλία, τα γαλάζια και λευκά αγγεία Μινγκ χρησίμευσαν ως πρότυπα για τη δημιουργία μαγιόλικας τύπου πορσελάνης. Στα τέλη του 16ου αι. οι προσπάθειες, ιδίως στη Φλωρεντία των Μεδίκων, απομίμησης του υλικού της πορσελάνης, οδήγησαν στην εφεύρεση ενός είδους τεχνητής, μαλακής πορσελάνης, που περίπου έναν αιώνα αργότερα χρησιμοποιήθηκε με μεγάλη επιτυχία στη Γαλλία.
Στις αρχές του 18ου αι., στο Μάισεν της Σαξονίας, ο αλχημιστής Γιόχαν Φρίντριχ Μπέτγκερ, με την ανακάλυψη του καολίνη, ανακάλυψε τον τρόπο παραγωγής στην Ευρώπη μιας σκληρής πορσελάνης, όπως η κινεζική. Από το Μάισεν το μυστικό πέρασε στη Βιέννη και από εκεί στην Ιταλία, στα διάφορα γερμανικά πριγκιπάτα και σε όλα τα ευρωπαϊκά κράτη. Ο 18ος αι. υπήρξε ο αιώνας της πορσελάνης· κατασκευάστηκαν επιτραπέζια σκεύη, δοχεία για το σερβίρισμα του καφέ, του τσαγιού, της σοκολάτας και, τέλος, πολλά αγαλματίδια, τα οποία, με τη χάρη και την ελαφρότητά τους, αντανακλούσαν το πνεύμα του αιώνα. Τα ονόματα του Γιόχαν Γιοακίμ Κέντλερ και του Γιόχαν Γκρέγκορ Χόρολντ στο Μάισεν, του Φραντσέσκο Αντόνιο Μπουστέλι στο Νίμφενμπουργκ της Βαυαρίας και πολλών άλλων κατασκευαστών στη Γερμανία, στη Γαλλία και στην Ιταλία έγιναν διάσημα.
Η διακόσμηση της πορσελάνης με χρώματα ψημένα σε χαμηλή θερμοκρασία ανάγκασε τους τεχνίτες της μαγιόλικας να υιοθετήσουν, για εμπορικούς λόγους, την ίδια τεχνική. Πρώτα στην Ολλανδία και αργότερα στη Γαλλία, στο Στρασβούργο και στη Μασσαλία, στη Γερμανία, στην Ιταλία και σε άλλες χώρες, η τεχνική της χαμηλής θερμοκρασίας διαδόθηκε στα κεραμικά ευρωπαϊκά εργαστήρια. Η κινεζική και η μπαρόκ διακόσμηση με διάφορες σκηνές, τοπία, ζώα κ.ά., αλλά κυρίως με άνθη, ιδιαίτερα με τριαντάφυλλα μεμονωμένα ή σε ανθοδέσμες, κυριάρχησε με την πολυχρωμία της κατά το δεύτερο μισό του 18ου αι.
Όμως, στα τέλη του αιώνα οι οικονομικές συνέπειες της Γαλλικής επανάστασης και ένας νέος τύπος κ., τα εγγλέζικα κεραμικά από πυριτική άργιλο, προκάλεσαν αρνητικές συνέπειες για τη μαγιόλικα και κατά ένα μέρος για την πορσελάνη.
Στην προσπάθειά του να πετύχει μια πρώτη ύλη παρόμοια με της Ρηνανίας, στα τέλη ήδη του 17ου αι., ο Τζον Ντουάιτ κατέληξε σε μια υπόλευκη σύνθεση, την ονομαζόμενη salt-glaze ware. Toν 18o αι. η τεχνική της υάλωσης με άλατα αντικαταστάθηκε από ένα μολυβδούχο βερνίκι, το μείγμα της πρώτης ύλης έγινε λεπτότερο, περισσότερο πορώδες, λευκό και ελαφρύ, με αποτέλεσμα την παραγωγή ενός νέου κεραμικού είδους. Έτσι, τα αγγλικά κεραμικά, λόγω της χαμηλής τιμής τους –που οφειλόταν και στη βιομηχανοποίηση της κατεργασίας–, της κομψότητας των σχημάτων τους, εμπνευσμένων από νεοκλασικά πρότυπα, αλλά και των ανάγλυφων λευκών διακοσμητικών σχεδίων τους, κατέκτησαν γρήγορα τις ευρωπαϊκές αγορές.
Βοσκοί σε έργο της βιοτεχνίας του Καποντιμόντε (18ος αι.).
«Το μαύρο κανάτι» (1955) του Μαρκ Σαγκάλ και ένα κεραμικό του Πικάσο (Μουσείο Κεραμικής, Φαέντσα).
Κλίβανος για το πρώτο ψήσιμο μεγάλων κεραμικών αντικειμένων.
Κάνιστρο από πορσελάνη των εργαστηρίων Μουστιέ-Σεντ-Μαρί.
Διακόσμηση των ψημένων κεραμικών πριν από την εφυάλωση· μετά την εργασία αυτή, τα αντικείμενα υποβάλλονται σε δεύτερο ψήσιμο.
Πρόσωπα της ιταλικής κωμωδίας, σε πορσελάνη Μάισεν του 18ου αι.
Κινεζικό κεραμικό έργο της περιόδου Μινγκ.
Βούδας «Αβαλοκιτεσβάρα» από πορσελάνη με διακόσμηση «σαν τ’ σάι» (τρίχρωμη), δείγμα κινεζικής τέχνης της εποχής της δυναστείας των Μινγκ.
Πιάτο των Σεβρών του 18ου αι. (Εθνικό Μουσείο Κεραμικής Σεβρών).
Πιάτο του 15ου αι. από μαγιόλικα των φαγεντιανών κεραμουργείων (Μουσείο Κεραμικής της Φαέντσα, Ιταλία).
Πιάτο από το Γκούμπιο του Μαέστρο Τζόρτζιο (Μουσείο Βικτορίας και Αλβέρτου, Λονδίνο).
Στρογγυλός πίνακας από εφυαλωμένη τερακότα, που αποδίδεται στον Αντρέα ντέλα Ρόμπια (Μουσείο του Λούβρου, Παρίσι).
Κανάτα από μαγιόλικα του 14ου αι.
Αγγείο Γουέτζγουντ (1775) (Μουσείο Βικτορίας και Αλβέρτου, Λονδίνο).
Κινεζικό κεραμικό έργο της περιόδου Σουνγκ.
Αιγυπτιακό αγγείο από την Άβυδο της 4ης χιλιετίας π.Χ. (Μουσείο του Λούβρου, Παρίσι).
Δείγμα κεραμικής του 2000-1700 π.Χ., που προέρχεται από την περιοχή του οικισμού Καμάρες της Κρήτης (Μουσείο Ηρακλείου).
Νεολιθικό αγγείο, που προέρχεται από το νησί Λίπαρι της Ιταλίας (Μουσείο του Λίπαρι).
Κεραμικό αγγείο της νεολιθικής εποχής που βρέθηκε στο Λουξεμβούργο (Μουσείο του Λίπαρι).
Πιθάρι με λαβές της υστερομινωικής περιόδου (περ. 1400 π.Χ.), διακοσμημένο με σχηματοποιημένα χταπόδια, το οποίο προέρχεται από το νησί Ψείρα (Μουσείο Ηρακλείου).
Γεωμετρικός κρατήρας του 8ου αι. π.Χ. από το Δίπυλο (Μουσείο του Λούβρου, Παρίσι).
Προκολομβιανό πήλινο ανθρωπόμορφο αγγείο (Μουσείο Φυσικής Ιστορίας, Νέα Υόρκη).
Dictionary of Greek. 2013.